ερμίζω

ερμίζω
ἑρμίζω (Μ)
ερημώνω, καθιστώ κάτι έρημο, ρημάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημίζω (< έρημος) με σίγηση τού άτονου η].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”